ὅσσας

ὅσσας
ὅσσᾱς , ὅσος
as great as
fem acc pl (epic)
ὅσσᾱς , ὅσος
as great as
fem gen sg (epic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Ὄσσας — Ὄσσᾱς , Ὄσσα fem acc pl Ὄσσᾱς , Ὄσσα fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄσσας — ὄσσᾱς , ὄσσα a rumour fem acc pl ὄσσᾱς , ὄσσα a rumour fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τέμπη — I Κοιλάδα της βορειοανατολικής Θεσσαλίας. Σχηματίζεται στο σημείο, όπου ο Πηνειός ποταμός διασχίζει την περιοχή μεταξύ των βουνών Όλυμπου και Όσσας. Έχει μήκος 7 8 χλμ. και σε ένα σημείο είναι στενή, με πλάτος που δεν ξεπερνά τα 40 μ. Τα Τ. έχουν …   Dictionary of Greek

  • Σιθών — Μυθικός βασιλιάς της Θράκης, γιος του Ποσειδώνα ή του Άρη και της Όσσας, σύζυγος της νύμφης Μενδηΐδας και πατέρας της Παλλήνης. Σύμφωνα με άλλη παράδοση ήταν βασιλιάς των Οδομάντων στη Μακεδονία και υποσχόταν να δόσει την κόρη του ως σύζυγο σε… …   Dictionary of Greek

  • γάλιο — (galium). Γένος δικοτυλήδονων ποωδών φυτών. Φυτρώνει σε όλες τις ηπείρους εκτός της Αυστραλίας και ανήκει στην οικογένεια των ρουβιιδών. Έχει λεπτό και έρπον ρίζωμα, τετραγωνικό και τριχωτό βλαστό, και φύλλα λογχοειδή ή γραμμοειδή κατά σπονδύλους …   Dictionary of Greek

  • πηνειός — Oνομασία 2 ελληνικών ποταμών. 1. Ποταμός της Θεσσαλίας, ο δεύτερος της χώρας σε μήκος (205 χλμ., λεκάνη απορροής 10.704 τ. χλμ.) μετά τον Αλιάκμονα. Σχηματίζεται από διάφορους βραχίονες στα σύνορα με την Ήπειρο και τη Μακεδονία, σημαντικότεροι… …   Dictionary of Greek

  • όσσα — I Παράκτιο όρος της ανατολικής Θεσσαλίας, συνέχεια στα Ν του Όλυμπου, από τον οποίο το χωρίζει η διαβρωσιγενής κοιλάδα των Τεμπών, που τη διαρρέει ο Πηνειός. Είναι επίσης γνωστό ως Κίσσαβος. Μια εγκάρσια κοιλάδα χωρίζει την Ό. σε δύο μέρη: στο… …   Dictionary of Greek

  • Αίμονες — Ονομασία των πρώτων κατοίκων της Θεσσαλίας, προγενέστερη των Θεσσαλών. Έλεγαν μάλιστα πως οι Α. ήταν τόσο παλαιοί, ώστε είδαν τον τρομερό σεισμό που σχημάτισε την κοιλάδα των Τεμπών, με τον διαχωρισμό Ολύμπου και Όσσας. Οι Α. πήραν το όνομά τους… …   Dictionary of Greek

  • Αμπελάκια — I Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 390 μ., 434 κάτ.) του νομού Λαρίσης. Βρίσκεται στις ΒΔ πλαγιές της Όσσας και αποτελεί έδρα της ομώνυμης κοινότητας Ιστορία.Η ανάγνωση επιγραφών βεβαιώνει πως τα Α. υπήρχαν τον 16ο αι.· σε αυτή την εποχή φαίνεται να… …   Dictionary of Greek

  • Ευρυμενές — Ονομασία αρχαίων ελληνικών πόλεων. 1. Παραθαλάσσια πόλη της Μαγνησίας. Ήταν χτισμένη στους πρόποδες της Όσσας, σε όρμο της Παγασητικού κόλπου. Ο Στράβωνας, αναφερόμενος σε αυτήν έγραφε ότι βρισκόταν στη χώρα του Φιλοκτήτη και του Εύμηλου. Στη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”